- βορειότατος
- βόρειοςfrom the quarter of the north windmasc nom superl sgβόρειοςfrom the quarter of the north windmasc nom superl sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
AFRICA — I. AFRICA quae et Libye; Graece dicitur, ab α privativo, et φρίκη horror, quasi sine frigore (ita enim veteres Grammatici nugari amant) una ex tribus orbis terrae partibus, in meridiem vergens, mari Mediterraneo ad arctos, Oceano ad occasum,… … Hofmann J. Lexicon universale
υπερβόρειος — α, ο 1. αυτός που είναι ή κατοικεί κοντά στο βόρειο πόλο, ο βορειότατος. 2. το αρσ. ως επίθ. του θεού Απόλλωνα, Υπερβόρειος. 3. ο πληθ. αρσ. ως ουσ., Yπερβόρειοι (μυθ.), λαός που κατοικούσε στα βορειότατα άκρα της γης, όπου ζούσε ο Απόλλωνας από… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)